- αρτοποιία
- η (Α ἀρτοποιΐα) [αρτοποιός]1. η τέχνη του αρτοποιού2. η κατασκευή του ψωμιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτοποιία — ἀρτοποιΐᾱ , ἀρτοποιία baking fem nom/voc/acc dual ἀρτοποιΐᾱ , ἀρτοποιία baking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοποιίᾳ — ἀρτοποιΐαι , ἀρτοποιία baking fem nom/voc pl ἀρτοποιΐᾱͅ , ἀρτοποιία baking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοποιία — η η τέχνη της κατασκευής ψωμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρτοποιίας — ἀρτοποιΐᾱς , ἀρτοποιία baking fem acc pl ἀρτοποιΐᾱς , ἀρτοποιία baking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοποιίαν — ἀρτοποιΐᾱν , ἀρτοποιία baking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοποιίαι — ἀρτοποιΐαι , ἀρτοποιία baking fem nom/voc pl ἀρτοποιΐᾱͅ , ἀρτοποιία baking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοποιητικός — ἀρτοποιητικός, ή, όν (AM) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρτοποιία 2. ως ουσ. αρτοποιητική η αρτοποιία … Dictionary of Greek
γλυκόριζα — (glycyrrhiza).Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των μεσογειακών περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Χαρακτηρίζονται από ρίζες που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και αδενώδη φύλλα. Τα… … Dictionary of Greek
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek